- εὔτακτα
- εὔτακτοςwell-orderedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благооучинено — (1*) нар. к благооучиненъ: ˫ако оуже не бо˫атисѩ прочиихъ. ни пощени˫а ѡтѩгъчающю тѣло. ни оучению обоуздающю. и ходити бл҃гооучинѥно. наказающю (εὔτακτα) КЕ XII, 264а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύτακτος — η, ο (ΑΜ εὔτακτος, ον) 1. τοποθετημένος με τάξη, τακτοποιημένος 2. αυτός που δεν παραβαίνει την τάξη, ο πειθαρχικός μσν. αρχ. 1. ο ταιριαστός 2. αυτός που τηρεί στη ζωή την πρέπουσα τάξη, το μέτρο 3. πειθαρχικός, τακτικός αρχ. (για στρατό) αυτός… … Dictionary of Greek